αντιδραστήρας — (προωθητής αντίδρασης). Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την κίνηση ενός οχήματος με εφαρμογή ώθησης, που παράγεται από την αντίδραση μαζών που εξωθούνται σε διεύθυνση αντίθετη προς τη διεύθυνση κίνησης του οχήματος (αρχή δράσης και αντίδρασης) … Dictionary of Greek
πυρηνικός αντιδραστήρας — Συσκευή η οποία επιτρέπει την ελεγχόμενη εξέλιξη μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, κατά την οποία πραγματοποιείται σχάση του ουρανίου ή άλλων σχάσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα παραγωγή ενεργείας (πυρήνας ατομικός) και ενός μεγάλου αριθμού… … Dictionary of Greek
πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
υβριδικός — ή, ό, Ν [υβρίδιο] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υβρίδιο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι μικτού τύπου, μικτός 3. φρ. α) «υβριδική ζώνη» βιολ. γεωγραφική περιοχή η οποία αποτελεί χώρο αλληλοεπικάλυψης δύο γειτονικών πληθυσμών, υποειδών … Dictionary of Greek
ατομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άτομο, προσωπικός: Το σύνταγμα προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άτομα της ύλης: «ατομική θεωρία», η θεωρία του Δημόκριτου σύμφωνα με την οποία η ύλη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
στροβιλοαντιδραστήρας — ο, Ν 1. (αερον.) αεριοστρόβιλος που παράγει απευθείας την απαιτούμενη ώση με εκβολή θερμών καυσαερίων με υψηλή ταχύτητα 2. φρ. α) «στροβιλοαντιδραστήρας αντώσεως» στροβιλοαντιδραστήρας ο οποίος χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά απλουστευμένη δομή που … Dictionary of Greek
φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… … Dictionary of Greek
αεροαντιδραστήρες — Προωθητικοί αντιδραστήρες οχημάτων που κινούνται στον αέρα (βλ. λ. αντιδραστήρας) … Dictionary of Greek